Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ε πετάλοις ηρ

См. также в других словарях:

  • πετάλοις — πέταλον leaf neut dat pl πέταλος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»