-
1 πετάλοις
πέταλονleaf: neut dat plπέταλοςmasc /neut dat pl -
2 πέταλον
πέταλον, τό (von πετάννυμι, eigtl. neutr. von πέταλος, vgl. auch πέτηλον), das Blatt der Bäume; im plur. Il. 2, 312 Od. 19, 520; Folgde; – übh. jeder ausgebreitete, flache, einem Blatte ähnliche Körper, Tafel; νεικέων πέταλα ἐγγυαλιζέτω, Pind. I. 7, 43; ῥόδεα, Eur. Hel. 251, u. öfter; Ar. Ran. 681; ἐν πετάλοισιν, d. i. auf den Bäumen, Strat. 2 (XII, 2). – Nach den Gramm. kam auch der heteroklitische dat. plur. πέταλσι statt πετάλοις vor.
-
3 ὑπ-πτήσσω
ὑπ-πτήσσω (s. πτήσσω), sich aus Furcht niederbücken, unterducken; πετάλοις ὑποπεπτηῶτες, ep. = ὑποπεπτηκότες, Il. 2, 312; aus Furcht od. Scham scheu, schüchtern, blöde sein, ὑποπτήξας Eur. Or. 775; Mel. 1219; sich vor Jem. demüthigen, sich ihm unterwerfen, Scheu u. Ehrfurcht vor Einem haben, τινά, ihn fürchten, scheuen, ϑεὸς ϑεῶν γὰρ οὐχ ὑποπτήσσων χόλον Aesch. Prom. 29; ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους ϑεούς 962; auch in Prosa, Xen. Cyr. 1, 3,8. 1, 6,8; οὐχ ὑποπτήξας τὸ τῶν Ἀϑηναίων ἀξίωμα Aesch. 2, 105; ὑπέπτηξε Plut. Demetr. 33.
-
4 πεταλον
ион. πέτηλον τό1) лист(δενδρέων ἐν πετάλοισι Hom.; κιττοῦ π. Xen.)
2) цветок(λειμώνων πέταλα Anth.)
ῥόδεα πέταλα Eur. — розы4) металлическая пластинка, бляшкаκεχρυσωμένος πετάλοις τὸ στῆθος Luc. — с грудью, украшенной золотыми пластинками
5) ответвление, т.е. источник(Ὠκεανοῦ πέταλα Pind.)
-
5 υποπτησσω
1) наклоняться, приседатьνεοσσοὴ πετάλοις ὑποπεπτηῶτες (= ὑποπεπτηκότες) Hom. — притаившиеся в листьях птенцы;
ὑποπτήξας σιωπῇ Eur. — съежившись и безмолвно2) бояться, робеть, смущатьсяὑ. τινί Xen., Plut. и τινά (τι) Aesch., Aeschin. — робеть перед кем(чем)-л.;
μηδέπω ὑποπτήσσων Xen. — нисколько не смущаясь -
6 ἠρινός
-
7 πέταλον
1 leaf ] ε πετάλοις ηρ[ (ἠρ[ινοῖς coni. Bury) Δ. 3. 19. fragg. ]φοριᾶν πεταλ[ Πα. 17. b. 26. ]πεταλο[ Θρ. 5b. 4. met., “ μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” (? a ref. to ἐκφυλλοφορία or πεταλισμός, but cf. Σ, τροπικώτερον δὲ τῶν φιλονεικιῶν τὰς στάσεις) I. 8.42 test., Galen., de puls. diff., 8. 682 ed. Lips., cf. P. Oxy. 221, col. 9. 17, Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326. -
8 πέταλον
πέτᾰλον, τό, poet. dat. pl. πέταλσι as well as πετάλοις, Poet. in An. Ox.1.121, cj. in Simon.10 ; also [full] πέτηλον, first in Hes.Sc. 289, Fr.96.87: ([etym.] πετάννυμι):—A leaf, mostly pl., Il.2.312, Od.19.520, Hes.Op. 486, 680, Alcm.39, Alc.39, E.Hel. 244 (lyr.), etc.; εὐδαιμονίας πέταλον, of the Olympian wreath of wild olive, B.5.186; ἁβρά τε λειμώνων π. flowers, AP7.23 (Antip. Sid.): rare in Prose, X.An.5.4.12, Cyn.9.15 ; used in divination, Phld.D.1.25: sg. in Ael.VH5.16 ; poet., νεικέων πέταλα contentious votes (cf. πεταλισμός), Pi.I.8(7).46 ; Ὠκεανοῦ πέταλα, of springs, Id.Fr. 326.II leaf of metal,χρυσίων πέταλα IG12.374.283
; πέταλα χρυσᾶ ib.22.1394.5 ;π. χρυσίῳ ἐπίτηκτα Inscr.Délos 442
B 138(ii B. C.), cf. Dsc.5.79, Luc.Philops.19 ; used for gilding the horns of victims, IG22.1635.36: sg.,π. χρυσοῦν LXX Ex. 28.32(36)
; π. πύρινα, of the stars, Placit.2.14.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πέταλον
-
9 ποικίλλω
ποικ-ίλλω, [tense] fut. ποικῐλῶ Choerob.in An.Ox.2.250: [tense] aor. 1 inf. ποικῖλαι ([etym.] δια-) Isoc.9.9; part.A , Inscr.Délos 442A 206 (ii B.C.): [tense] pf.πεποίκιλκα D.H.Pomp.4
:—[voice] Pass., [tense] pf. πεποίκιλμαι, v. infr.: ([etym.] ποικίλος):—work in various colours, work in embroidery,πώλους ἐν ἀνθοκρόκοισι πήναις E.Hec. 470
(lyr.), cf. IT 224(lyr.);ἐν αὐτῷ [τῷ φάρει] π. γῆν Pherecyd.Syr.2
; of any elaborate work, ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε with cunning workmanship he wrought a χορός, Il.18.590;ἀναθήματα π. Emp.23.1
;ἐν πετάλοις στεφανώματα π. Man.2.325
: metaph.,ποικίλλεται γαῖα πολυστέφανος Lyr.Adesp.104A.
2 embroider garments, etc., Inscr.Délos l.c.;μίτρα καναχηδὰ πεποικιλμένα Pi.N.8.15
: metaph., diversify, vary,ἀνθρώπων βίον E.Cyc. 339
, cf. Pl. Lg. 927e, Plu.Mar.23; π. ἱππικαῖς τάξεσι τὰς πορείας vary the order of march with troops of horse, X.Eq.Mag.4.3;π. ταῖς συλλαβαῖς Pl. Cra. 394a
;τρόπους D.H.Comp.12
, al.;σχημάτων μεταβολαῖς π. τοὺς λόγους Id.Is.3
;ἁρμονίαν Nicom.Harm.11
; π. εἴδη δυσκολίας.. παντοδαπά produces various kinds, Pl.Ti. 87a:—[voice] Pass., [πολιτεία] ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω.. πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη Pl.R. 557c
;οὐκ ἐπαύξεται ἡ ἡδονή, ἀλλὰ μόνον ποικίλλεται Epicur.Sent.18
;τὸ φῶς τὸ ἐκεῖ τὸ ποικιλθὲν ἐν λόγοις τοῖς ἄστροις Plot. 2.1.7
.II of style, embellish, adorn,βαιὰ π.
tell with art and elegance,Pi.
P.9.77; of imaginative constructions,πολλά Hp.Morb.Sacr.1
;κάλλιστα τοῖς ὀνόμασι π. Pl.Mx. 235a
;οὐδὲν ξυνίημ' ὧν σὺ π. S.Tr. 1121
, cf. 412:—[voice] Pass.,Σπάρτη πεποίκιλται τρόπους E.Supp. 187
.III intr., vary, change, Hp.Prorrh.1.92, Coac. 182; πολλὰ ποικίλλει χρόνος makes many changes, Men.593.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ποικίλλω
-
10 ὑποπτήσσω
A crouch or cower beneath, like hares, birds, etc., πετάλοις ὑποπεπτηῶτες ([dialect] Ep. [tense] pf. part. from shorter stem πτη-, cf. κατα-, προς-πτήσσω) Il.2.312;ὑποπτήξας τάφῳ E.Hel. 1203
; cowers,Luc.
Musc.Enc.4.II metaph., crouch before another, bow down to, τινι X.Cyr.1.5.1; alsoὑ. τοὺς νέους θεούς A.Pr. 960
, cf. 29, X.Cyr.1.6.8;τὸ τῶν Ἀθηναίων ἀξίωμα Aeschin.2.105
: abs., to be modest or shy, X.Cyr.1.3.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποπτήσσω
-
11 ὑποπτήσσω
ὑπο-πτήσσω: only perf. part., ὑποπεπτηῶτες, having crouched down timidly under and hidden themselves amid the leaves, πετάλοις, Il. 2.312†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὑποπτήσσω
См. также в других словарях:
πετάλοις — πέταλον leaf neut dat pl πέταλος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek